Για ποιά Υπαπαντή μιλάμε; Μπορεί να είναι η Υπαπαντή της Βέροιας, που κάποτε, στους βυζαντινούς χρόνους, ήταν μοναστήρι; Ήταν κάποτε. Όχι το 1784.
Ο Παύλος Πυρινός γράφει: "Ο σταυρός μάλλον θα προέρχεται από το μοναστήρι της Νάουσας. Την άποψη αυτή θα ενισχύει το γεγονός ότι στη Νάουσα την εποχή αυτή και πιο παληά ασκείται η χρυσοχοΐα κατά την μαρτυρία του Cousinery. Ο δε Leake (Τr. εις N. G. III 287, εκδ. 1835), λέγει ότι ο λαός της Ναούσης ήταν από παληά χρόνια "περιώνυμος διά τήν κατεργασίαν τοῦ χρυσοῦ καί τοῦ ἀργύρου" και ότι ο τεχνίτης του σταυρού, ο Αναστάσιος γιος του Παναγιώτου, ήταν από τη Νάουσα".
Τα νέα δεδομένα δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Το μοναστήρι της Υπαπαντής είναι της Ναούσης. Ο ηγούμενός του Μελέτιος μνημονεύεται και στην επιγραφή του επιταφίου της Υπαπαντής, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Στο ερώτημα: Πώς βρέθηκε το σπάνιο αυτό κειμήλιο στον Άγιο Αντώνιο στην Βέροια, δεν υπάρχει απάντηση. Απόψεις διατυπώθηκαν, όπως: 1. Το κειμήλιο πιθανώς είναι δώρο για τον Μητροπολίτη Δανιήλ, ο οποίος το χάρισε στην Εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου ή μπορεί να πουλήθηκε, όταν καταστράφηκε η Νάουσα το 1822 (Π. Πυρινός). 2. Ο σταυρός πουλήθηκε από οικονομική ανάγκη του Μοναστηριού (π. Αθ. Βουδούρης). 3. Είναι πιθανό να πουλήθηκε από ανάγκη ή κάποιος από το μοναστήρι, να πήρε μαζί του φυλαχτό τον τίμιο σταυρό, και τον ανέθεσε ευγνώμων μετά τη σωτηρία του στο ναό του Αγίου Αντωνίου. Αν γνωρίζαμε τον χρόνο απόκτησής του! (Ε. Βαλσαμίδης). Για τις παραπάνω υποθέσεις υπάρχουν παράλληλα γεγονότα, δεν υπάρχει μαρτυρία.
Το μοναστήρι μέχρι την περίοδο των εχθροπραξιών με τον Αλή πασά είναι σε μεγάλη ακμή. Είναι, μαζί με την μέσα Υπαπαντή, λατρευτικοί προσκυνηματικοί χώροι, σημεία αναφοράς, καταφύγια πίστης, ιδίως των χριστιανών γυναικών. Η μητέρα του Χριστού είναι προστάτης των γυναικών, ακούει τα προβλήματά τους και δέχεται τάματα και αφιερώματα, όταν εκπληρώνονται οι προσδοκίες των. Το μοναστήρι είναι ονομαστό και είναι γνωστό και εκτός Ναούσης. Το μοναστήρι μετά την καταστροφή του (1806) ξαναχτίζεται, ταυτόχρονα σχεδόν με το μοναστήρι των Ταξιαρχών, του οποίου τα εγκαίνια γίνονται ως γνωστόν την 25η Μαρτίου του 1811.
Η περίοδος 1806 με 1822 είναι περίοδος αναζωογόνησης του μοναστηριού. Το μοναστήρι συμμαζεύει τα χαλάσματά του, ανακαινίζεται και επανέρχεται στους προηγούμενους κανονικούς ρυθμούς ζωής του. Και είναι απορίας άξιο, πώς είναι δυνατό μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα να κτίζεται εκ βάθρων ένα μοναστήρι. Δεν πρέπει να αγνοούμε τη δυναμική του Κοινού της πόλης. Η πόλη κατά την κοινή παράδοση και συνήθεια στις περιπτώσεις κοινωφελών έργων ακολουθεί μία γνωστή, πεπατημένη και αποτελεσματική οδό. Όταν αποφασίζεται ένα έργο, το Κοινό συμβάλλει στην ταχεία αποπεράτωσή του με τους εξής τέσσερες τρόπους. α) με δωρεές χρημάτων β) με δωρεές ακινήτων γ) με προσφορά προσωπικής εργασίας και δ) με δάνεια, άτοκα ή έντοκα μικρής απόδοσης, τα οποία εγγυάται η Κοινότητα (Εκκλησία - αυτοδιοίκηση). Στην τελευταία περίπτωση δανειστές είναι οι έχοντες, πρόκριτοι και άρχοντες, οι οποίοι επιθυμούν να συνδέσουν το όνομά τους με έργα.
Και στην περίπτωση της Υπαπαντής λειτούργησε το σύστημα. Υπήρξαν δωρεές χρημάτων και ακινήτων, υπήρξε προσφορά προσωπικής εργασίας, υπήρξε και δανεισμός. Το μοναστήρι της Υπαπαντής κτίζεται εκ νέου σε διάστημα 6-7 ετών από το 1806 και ετοιμάζεται για μεγαλόπρεπα εγκαίνια στο 1812/13, με όλα καινούρια και με έναν επιτάφιο πολυτελέστατο, παραγγελία του μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη. Ο ηγούμενος Μελέτιος αναλώνεται κατά το βιβλικό "Ο ζήλος του οίκου σου καταφάγεταί με" (Ιωάννου Β΄, 17). Μια πλάκα με την επιγραφή των εγκαινίων πιθανόν να βρεθεί με τα ονόματα των κτιτόρων. Ίσως