Στη σκληρή πραγματικότητα ενός ανελαστικού Πτωχευτικού Κώδικα και των αυστηρών κανόνων της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις μοιάζει να προσκρούει μία ακόμα προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την πονεμένη ιστορία της «Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας» του ομίλου Λαναρά, τον κολοσσό που κήρυξε πτώχευση προ τεσσάρων ετών, τη διάσωση του οποίου πολλοί υποσχέθηκαν αλλά κανείς δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει.
Με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στις 30/12 (άρθρο 17), η κυβέρνηση ανέστειλε για διάρκεια έξι μηνών τη διαδικασία των δημοσίων πλειστηριασμών για την εκποίηση της περιουσίας της εταιρείας. «Η διάταξη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό μας» λέει στην «Κ» η Μάρθα Στογιαντζάκη, εκπρόσωπος των εργαζομένων. Η κ. Στογιαντζάκη, που ήταν χειρίστρια μηχανής σε εργοστάσιο στην περιοχή της Κομοτηνής, περιγράφει με μελανά χρώματα την κατάσταση στη ΒΙΠΕ της περιοχής («πολύ λίγα εργοστάσια έχουν μείνει»), ενώ τονίζει ότι οι εργαζόμενοι «δεν έχουμε πάρει ούτε σεντ από τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν ώς τώρα εκποιηθεί».
Έκτοτε, η αντιπροεδρία της κυβέρνησης, η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου και η υφυπουργός Βιομηχανίας, Θεοδώρα Τζάκρη εξετάζουν το σχέδιο επαναλειτουργίας που έχουν καταθέσει οι εργαζόμενοι. Σε διαβούλευση και με τις πιστώτριες τράπεζες, αναζητούν τρόπο με τον οποίο μπορεί να λυθεί το νομικό αδιέξοδο που προκύπτει από το γεγονός ότι έχει ξεκινήσει η διαδικασία εκποίησης της περιουσίας της εταιρείας από τη σύνδικο πτώχευσης.
Παράλληλα, εκφράζονται ανησυχίες ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κρίνει αρνητικά την προσπάθεια της κυβέρνησης να στηρίξει το σχέδιο επαναλειτουργίας. Υπενθυμίζεται ότι τον Φεβρουάριο του 2012, η Επιτροπή είχε εκδώσει απόφαση υπέρ της ανάκτησης 30 εκατ. ευρώ που είχαν χορηγηθεί (με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων και επιμήκυνσης οφειλών) στην «Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία» από το ελληνικό Δημόσιο. Πέντε μήνες αργότερα, η εταιρεία κήρυξε πτώχευση.
Σε τέτοιες υποθέσεις, όπου η εταιρεία που έλαβε την παράνομη κρατική ενίσχυση χρεοκοπεί και αδυνατεί να επιστρέψει τους πόρους, η απόφαση της Κομισιόν θεωρείται ότι γίνεται σεβαστή αν η εταιρεία σταματήσει να λειτουργεί, αρχίσει να ρευστοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία και τα έσοδα από την εκποίηση χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν οι οφειλές της, μεταξύ των οποίων και αυτή που προκύπτει από την παράνομη ενίσχυση. Εκπρόσωπος της Κομισιόν αναφέρει στην «Κ» ότι η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού «βρίσκεται σε επαφή με τις ελληνικές αρχές με σκοπό να εφαρμοστεί η απόφαση του Φεβρουαρίου του 2012».
Τον περασμένο Ιούλιο, η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωνε ότι ως το φθινόπωρο θα επαναλειτουργούσαν τα κλωστήρια της Μαρώνειας και της Ροδόπης, στη ΒΙΠΕ Κομοτηνής, καθώς και δύο μονάδες στη Νάουσα, με τη δημιουργία, σε πρώτη φάση, 300 θέσεων εργασίας. Το σχέδιο επαναλειτουργίας είχε καταρτιστεί από ομάδα των πρώην εργαζομένων υπό τον τελευταίο διευθύνοντα σύμβουλο της επιχείρησης, Γιάννη Μουσουλίδη. Προέβλεπε την κεφαλαιοποίηση μέρους των οφειλών της εταιρείας προς τους εργαζομένους και τις πιστώτριες τράπεζες και την αναδιοργάνωσή της σε συνεταιριστική βάση.
Τα εργοστάσια δεν επαναλειτούργησαν το φθινόπωρο, καθώς -μεταξύ άλλων- κατέστη σαφές ότι οι τράπεζες (με κυριότερο παίκτη την Εθνική) είχαν αμφιβολίες για το σχέδιο επαναλειτουργίας, προτιμώντας την προσέλκυση νέου επενδυτή. Επιπλέον, υπάρχουν δυσεπίλυτες επιπλοκές που προκύπτουν από την ανάγκη ρύθμισης ή και διαγραφής χρεών ύψους 350 εκατ. ευρώ.
Το πιο θεμελιώδες πρόβλημα όμως -που τέθηκε κι αυτό από την πλευρά των τραπεζών- είναι αυτό του νομοθετικού πλαισίου. «Υπάρχει νομικό κενό» παραδέχεται ο κ. Μουσουλίδης, ο οποίος υπογραμμίζει τη «δυναμική υπέρ του να ξαναλειτουργήσει η ΕΝΚΛΩ, αλλά και πολλές άλλες επιχειρήσεις». Το θέμα, όπως λέει, είναι να υπάρξει η βούληση για τις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Το καθεστώς πτώχευσης
Όπως εξηγούν στην «Κ» ειδήμονες επί πτωχευτικών ζητημάτων, ο Πτωχευτικός Κώδικας δεν επιτρέπει την άρση του καθεστώτος πτώχευσης μιας εταιρείας με πρωτοβουλία μερίδας των πιστωτών μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών (με δυνατότητα παράτασης για άλλους τρεις) από το πτωχευτικό γεγονός. Μετά το επτάμηνο, όπως αναφέρουν, η άρση του καθεστώτος πτώχευσης, μπορεί να γίνει μόνο με αίτημα του συνδίκου πτώχευσης, αν κρίνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι «ευχερώς ρευστοποιήσιμα». Αν το αίτημα γίνει δεκτό, η εταιρεία επανασυστήνεται και ξεκινά διαδικασία εκκαθάρισης (εκποίησης δηλαδή, απλά με διαφορετική νομική ονομασία), η οποία χωρίς να περατωθεί, δεν μπορεί η εταιρεία να διαγραφεί από τα μητρώα του ΓΕΜΗ και της αρμόδιας ΔΟΥ.