Τα λειτουργικά βιβλία της έξω Υπαπαντής που είδα στις φωτογραφίες δεν είναι εξ αρχής της Υπαπαντής αλλά είναι βιβλία παλαιά, φθαρμένα που αποκτήθηκαν από το εξωκλήσι όχι από μία αλλά από περισσότερες Εκκλησίες μετά την καταστροφή του 1822. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν είναι από ένα τυπογραφείο, μια ενιαία σειρά, αλλά από διαφορετικά τυπογραφεία. τέσσερα της Βενετίας (Νικολάου του Σάρου 1840, Δημητρίου Θεοδοσίου1793, 1795, Νικολάου Γλυκέως 1805, 1818, του Ελληνικού τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας 1862) και ένα της Κωνσταντινούπολης του 1845. Πιθανόν τα δύο τελευταία να ήταν καινούρια και είναι τα καλύτερα διατηρημένα. Αναφέρομαι στα Μηναία (βιβλία) του Φεβρουαρίου, έκδοσης 1862 και του Σεπτεμβρίου, έκδοσης 1845.
Τα βιβλία αυτά, στο σύνολό τους, δεν μας διαφωτίζουν για τη ζωή του μοναστηριού στα προ της καταστροφής χρόνια κι ας έχουν τυπωθεί πριν από την καταστροφή, ακόμα και από το 1740. Είναι βιβλία παρμένα από αλλού. Συνηθίζεται αυτό ακόμη και σήμερα. Οι μεγάλες Εκκλησιές αγοράζουν καινούρια λειτουργικά βιβλία και οι παλιές φθαρμένες εκδόσεις διατίθενται σε ναούς πτωχούς ή κατεστραμμένους. Εάν το Μηναίο του Μαΐου, που αγοράστηκε τον Απρίλιο του 1824, είναι το πρώτο απόκτημα της έξω Υπαπαντής, αυτό σημαίνει ότι κάποιος ενδιαφέρεται για την Υπαπαντή, που κείται σε ερείπια, ακριβώς δυο χρόνια μετά την καταστροφή του 1822. Πιθανώς κάποιος ευσεβής ιδιώτης ή κάποιος μοναχός ξεκινάει τη διευθέτηση του χώρου και των υπολειμμάτων του καθολικού, με ατομική πρωτοβουλία, για να μπορεί να γίνεται στο εξωκλήσι καμιά Λειτουργία.
Εξ όσων γνωρίζω, μετά την καταστροφή δεν λειτούργησε η Υπαπαντή ως Μοναστήρι. Αν δω τα βιβλία φύλλο προς φύλλο, δεν ξέρω, μπορεί να βρεθεί κάτι που να μιλάει για τα πριν, δεν τα είδα. Στην έξω Υπαπαντή, μετά από χρόνια, η Ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα Ναούσης ορίζει επιτρόπους σε όλα τα εξωκκλήσια (και στην Υπαπαντή) μετά το παράδειγμα του Καρυδά, που αναβίωσε τον Άγιο Νικόλα (βλέπε περισσότερα στο βιβλίο μου «Νάουσα 1892-1906). Κάπου - κάπου ανέβαινε κάποιος ιερέας με κάποιον ψάλτη για καμιά ιδιωτική Θεία Λειτουργία. Έτσι βρέθηκαν τα ονόματα και οι υπογραφές του Δημήτρη Ράκα και του Θανάση Ρούκαλη. Ο πρώτος είναι ο Ψάλτης του Αγίου Γεωργίου, δάσκαλος του Θεοδόση Τσουκαλά, πατέρα του Θωμά και ο δεύτερος, ορθογράφος και καλλιγραφότατος αντιγραφέας των χαρακτήρων της βυζαντινής μουσικής, ψάλτης της Παναγίας, δάσκαλός μου. Ο Ρούκαλης έγινε παπάς στη Φλώρινα και ήταν αρχιερατικός επίτροπος του Καντιώτη. Ο γιος του, Θεολόγος, υπηρετεί στο Πειραματικό Ιωαννίδειο Λύκειο του Πειραιά.
Μιλώ εκ πείρας, γιατί άσκησα την ψαλτική για χρόνια στην Υπαπαντή με μισθό, μεγάλη ευλογία, μια λειτουργιά, σε ιδιωτικές λειτουργίες με διαφορετικούς ιερείς, πολλούς αμάθητους στο περπάτημα. Ωραία χρόνια! Παπαδιαμάντη χρειαζόμαστε. Ακολούθησε, για χρόνια επίσης ο μακαρίτης ο Τσαλιγόπουλος, μαθητής του πατέρα μου, ο πατέρας της πανελλήνια αναγνωρισμένης τραγουδίστριας Τσαλιγοπούλου Ελένης.
Με την ευκαιρία θα μου επιτρέψεις, Θεόδωρε, να παρακαλέσω και εσένα και τους φίλους (το εννοώ) επιτρόπους, στους οποίους έδωσα ένα καλλιτεχνικά επεξεργασμένο αντίγραφο του πωλητηρίου αποδεικτικού γράμματος του Επιταφίου, για κορνίζωμα, να με ενημερώνετε. Ο πατήρ Πορφύριος και εγώ είμαστε στη διάθεσή σας. Καλή η κίνηση να δοθούν τα βιβλία στο Βυζαντινό Μουσείο για συντήρηση. Μακάρι να γίνονταν αυτό από όλους τους Ναούς στους οποίους αφθονούν αυτές οι εκδόσεις και είναι παραπεταμένες, εκτός εξαιρέσεων, και καταστρέφονται. Είναι σπουδαίο να συντηρηθούν και σπουδαιότερο να φυλαχτούν. Νομίζω όμως ότι στην περίπτωσή μας ήταν απαραίτητο πρωτίστως να γίνει ένα ξεφύλλισμα με το μάτι ιστορικού. Πιθανόν να υπάρχουν ομιλητικά ενθυμήματα μέσα στα φύλλα των βιβλίων αυτών. Καταλαβαίνω τον πόθο όλων σας και τον ενθουσιασμό σας. Πρέπει όμως να σας πω «μη βιάζεστε». Η ιστορία δεν γράφεται με πυροτεχνήματα.