Παρασκευή, 09 Αυγούστου 2013 09:16

Μια συγκλονιστική μαρτυρία-κατάθεση ψυχής από μια συνηθισμένη γυναίκα που βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάρρευση

Αναρτήθηκε από τον 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Η Διευθύντρια του Ιδρύματος Αστέγων και συγγραφέας Δήμητρα Νούση, με καταγωγή από Μονόσπιτα, μιλά με αφορμή το νέο βιβλίο της «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς» των εκδόσεων Παττάκη για την κατάρρευση στην «καρδιά» της πρωτεύουσας…

 

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ώρα 12.00 μμ. Οι … παλμοί στην καρδιά της Αθήνας μεσούντος του καλοκαιριού χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Παρά την εικόνα της γενικευμένης απουσίας, οι συνήθεις «επισκέπτες» είναι εκεί. Στο κέντρο της πόλης, στο γνωστό προαύλιο, αναμένοντας στην ουρά για το καθημερινό συσσίτιο. Άστεγοι, άνεργοι, νεόπτωχοι, πρόσφυγες, όλοι ακούσιοι ενορχηστρωτές του προσωπικού τους αδιέξοδου. Ήρωες του ίδιου τους του βίου, κεντρικά πρόσωπα ενός έργου που εκτυλίσσεται 365 ημέρες το χρόνο στην «αυλή των καταραμένων»!

Η πλοκή του πιο ρεαλιστικού ίσως έργου του φετινού καλοκαιριού εκτυλίσσεται σε ένα τέτοιο χωροταξικό πλαίσιο. Έχοντας αναλάβει τη διεύθυνση ενός ιδρύματος γεμάτου πληγές, η Δήμητρα Νούση γνωρίζει καλά την αλήθεια της «κατάρρευσης». Το βιβλίο της «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Παττάκη»  είναι -αν μη τι άλλο- μια κατάθεση ψυχής κι εμπειριών αναφορικά με τη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης και τους πρωταγωνιστές της. Συναντήσαμε τη συγγραφέα και αποκομίσαμε πολλά μιλώντας μαζί της, κυρίως όμως συνειδητοποιήσαμε ότι η απόγνωση και το χαμόγελο, ο πόνος και η παρήγορη σκέψη μπορεί να συμβαδίσουν ακόμα και στην πιο ανύποπτη στιγμή δυστυχίας…

 

Συνέντευξη στη Βούλα Μαλλά 

 

1) Ποιο ήταν αυτό το τόσο ισχυρό κίνητρο που σας ενέπνευσε να γράψετε το βιβλίο αυτό; Γράφετε εμπειρικά; 

 

Γράφω προσωπικά, δηλαδή γράφω εμπειρικά. Το «σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς» είναι απόλυτα βιωματικό βιβλίο, που μιλάει για αλήθειες και πραγματικότητες. Το προηγούμενο βιβλίο μου λεγόταν «στο μύθο της Αριάδνης» και  μιλούσε για ολόκληρους και μισοτελειωμένους φανταστικούς μύθους της ερωτικής επικοινωνίας. Ωστόσο, νιώθω ότι η φαντασία μας είναι μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Κάποιος που χρησιμοποιεί τη φαντασία του, χρησιμοποιεί ταυτόχρονα και την εμπειρία του.

 

2) Είστε νομικός με καίρια διοικητική θέση στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε γενικότερα με την συγγραφή;

 

Τα πρώτα μου κείμενα δημοσιεύτηκαν στη Θεσσαλονίκη πριν ακόμη πάρω το πτυχίο μου. Πρέπει να σας πω ότι η νομική για μένα είναι ένα πάρα πολύ γοητευτικό σύστημα σκέψης. Παράλληλα, πάντα έγραφα και  πάντα πετούσα τα περισσότερα από όσα έγραφα. Άρχισα να δουλεύω και να επεκτείνω τα κρυμμένα κείμενά μου όταν αναγκάστηκα να παραιτηθώ από κάποιους επιστημονικούς στόχους που είχα. Τότε ένιωσα ότι, αφήνοντας κάτι αγαπημένο, θέλω πλέον να ασχοληθώ με κάτι πολύτιμο, που μπορεί και να γίνει εξίσου αγαπημένο. Εκείνη τη στιγμή  διάλεξα το γράψιμο, δηλαδή την έκφρασή μου  

 

3) Δώστε μας το δικό σας στίγμα περιγράφοντας μέσα σε λίγες γραμμές το «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς» 

 

Αν μιλάμε για το αυστηρά δικό μου στίγμα σας λέω ότι αυτό το «σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς» είναι ο κόπος μου στη δουλειά μου, ο πόνος μου απέναντι στην απελπισία και την κατάντια, ο θυμός μου για τις στιγμές που ζούμε, ως ο καταραμένος λαός της Ευρώπης και η παρηγοριά μου ότι αξιώθηκα να ζήσω πολύτιμα συναισθήματα.

 

4) Το πρώτο σας βιβλίο «Στον Μύθο της Αριάδνης» πραγματεύεται ένα τελείως διαφορετικό αντικείμενο η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Τώρα, με το «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς»  πιάνετε τον παλμό της Αθήνας που «νοσεί». Είστε ικανοποιημένη με τον εαυτό σας και τη δουλειά σας;  Εάν σας δίνονταν η ευκαιρία θα αλλάζατε κάτι; 

 

Η Θεσσαλονίκη είναι η καταγωγή μου, δηλαδή ο μύθος που δεν μπορώ να ξεπεράσω. Η Αθήνα είναι η καθημερινότητα, η δουλειά μου, δηλαδή πραγματικότητά μου. Έτσι ακριβώς περιγράφεται και η ατμόσφαιρα των δυο πόλεων στα δυο βιβλία: το ονειρικό ερωτικό καταφύγιο που προστατεύει και ανατρέφει τη σιωπή μας από η μια πλευρά και μια σκληρή πραγματική στιγμή της Ιστορίας από την άλλη. Στα δυο βιβλία η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που φιλοξενεί τα κρυμμένα πάθη, ενώ η Αθήνα είναι η πόλη που τα κραυγάζει. Θα έλεγα ότι τα δυο βιβλία είναι η πορεία από το ειδικό βάρος της φαντασίας που λέγαμε πριν, προς το ειδικό βάρος της ιστορίας και της χρεοκοπίας που ζούμε στο κέντρο της Αθήνας, μοιράζοντας τα συσσίτια. Ωστόσο και στα δυο βιβλία υπάρχουν οι τοίχοι όπου σκοντάφτουν τα αδιέξοδά μας. Για το μόνο που είμαι ικανοποιημένη είναι γιατί αυτό το δίπολο των δυο πόλεων το δούλεψα με τον τρόπο που μου μιλάει μέσα μου. 

 

5) Ζούμε σε μια εποχή που η χώρα μας κυριολεκτικά καταρρέει. Πως μπορούμε κατά τη γνώμη σας να αντέξουμε και να βγούμε όσο το δυνατόν πιο αλώβητοι γίνεται από αυτή την κατάσταση;

 

Δε θα απαντήσω πολιτικά αλλά προσωπικά. Πρέπει να αντισταθούμε στην απαξίωση που μας πετάν κατάμουτρα. Πρέπει να απαντήσουμε ότι δεν είμαστε τιποτένιοι. Δυστυχώς κανείς δεν ασχολείται με την εσωτερική αντίσταση που πρέπει να προκληθεί στην ψυχή των ανθρώπων αυτής της χώρας.  

 

6) Η επαγγελματική σας θέση ως Διευθύντρια του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων σας έχει φέρει ακόμα πιο κοντά στους ανθρώπους που βρίσκονται σε δυσχερή θέση λόγω της οικονομικής κρίσης. Τι αποκομίζετε καθημερινά από την εμπειρία αυτή; Τι είναι αυτό το οποίο έχουν περισσότερο ανάγκη οι άστεγοι ή οι «νεόπτωχοι» της ελληνικής κοινωνίας;

 

Πρακτικά χρειάζονται στήριξη σε υλικά αγαθά διότι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη στέρηση και αυτό είναι πάρα πολύ σκληρό. Πέρα από αυτό χρειάζονται απεγνωσμένα ελπίδα, την οποία δυστυχώς δε διακρίνουν πουθενά. Όταν όλοι οι φίλοι σου είναι άνεργοι μαζί με εσένα, καμιά έκθεση που αναφέρεται σε έναν ελαφρά  βελτιωμένο δείκτη δε σε αφορά. Νιώθεις απλά ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Νιώθεις άοπλος, εξουδετερωμένος και εξουθενωμένος από την πραγματικότητα.   

 

7) Θα λέγατε πως η οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας είναι περισσότερο πολιτιστική-πολιτισμική και κοινωνική παρά οικονομική;

 

Η κρίση που βιώνουμε είναι οικονομική, η χρεοκοπία που βιώνουμε είναι πολιτισμική.

 

8) Παρατηρείτε αύξηση των ανθρώπων που ζητούν τα τελευταία χρόνια  βοήθεια σε τρόφιμα ή άλλες υπηρεσίες του Κ.Υ.Α.Δ.Α; Δώστε μας μια εικόνα για τα προγράμματα που λειτουργούν στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων. 

 

Στο Κ.Υ.Α.Δ.Α. λειτουργεί καθημερινά το πρόγραμμα σίτισης, καθώς και οι δυο ξενώνες φιλοξενίας αστέγων. Αυτά τα προγράμματα καλύπτουν κυρίως μεμονωμένα άτομα, τα οποία αντιμετωπίζουν την πιο σκληρή μορφή στέρησης, δηλαδή φαγητό και στέγη. Παράλληλα λειτουργούν οι δράσεις διανομής τροφίμων και διαφόρων ειδών που απευθύνονται σε νοικοκυριά, τα οποία βρίσκονται στο κέντρο της κρίσης. Υπάρχουν τα προγράμματα σταθερής υποστήριξης, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, καθώς και τα προγράμματα περιστασιακή υλικής υποστήριξης, τα οποία είναι πλήρως εξαρτημένα από την ύπαρξη δωρεών στις τροφοαποθήκες. Παράλληλα γίνεται  ψυχοκοινωνική βοήθεια των ανθρώπων που καταφεύγουν στο Κ.Υ.Α.Δ.Α., καθώς και διανομή φαρμάκων και ειδών ένδυσης. 

 

9) Έχετε την πεποίθηση ότι καθώς η κρίση και οι επιπτώσεις της βαθαίνουν, οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις του βιβλίου αποκτούν όλο και με¬γα¬λύ¬τε¬ρο βάρος;

 

Καθώς η κρίση βαθαίνει οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις του βιβλίου επιβαρύνονται. Τι έχω ήδη διαπιστώσει, καθώς μας χωρίζουν μόνο έξι μήνες από τότε που έγραψα τις τελευταίες παραγράφους και ήδη οι καταστάσεις έχουν επιβαρυνθεί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. 

 

10) Έχοντας πλέον μια εικόνα της καθημερινής σας «τριβής» με τους δοκιμαζόμενους συνανθρώπους μας και διαβάζοντας το βιβλίο σας, αποκτά κανείς την αίσθηση πως κάθε γραμμή έχει γραφτεί με κα¬τα¬νό¬η¬ση και συμπόνια απέναντι σε ό, τι περιγράφετε. Ποια είναι η θέση σας απέναντι στους πρωταγωνιστές σας;

 

Καταρχάς με θυμώνουν οι πρωταγωνιστές της γραφειοκρατίας και των πολιτικών, γιατί υπάρχουν και αυτοί στο μέσα βιβλίο. Βέβαια, συνειδητά  έδωσα κύριο ρόλο στα θύματα της κρίσης προσπαθώντας να «βγάλω» αυτούς τους ανθρώπους από το περιθώριο. Ωστόσο, η συμπόνια για τα θύματα δεν πρέπει να αποσπά την προσοχή μας από τους θύτες και την απάντηση που πρέπει να λάβουν. Τη συμπόνια τη νιώθουμε, αλλά θα πρέπει να αποτελεί το υλικό της απάντησής μας. Η εμπειρία όταν δεν αποτελεί κεφάλαιο για τη ζωή και την αντίδρασή μας, δεν έχει αξία. Και φυσικά, πέρα από τους απελπισμένους που με πόνεσαν, αγάπησα πολύ τους ανθρώπους που μου έδωσαν μαθήματα ζωής και πολιτισμού, ως χορηγοί και εθελοντές. Η μεγαλύτερή μου τύχη είναι η γνωριμία μου με ανθρώπους – δασκάλους ευθύνης, ανθρωπιάς και στάσης ζωής. Μέχρι να δουλέψω στο Κ.Υ.Α.Δ.Α. και στο κέντρο της κρίσης δε μου είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να νιώσω τόσο σεβασμό για ανθρώπους. 

 

11)Σε τι είδος αναγνωστικού κοινού απευθύνεστε;

 

Σε αυτούς που αντέχουν τις αλήθειες τους και εκτιμούν την αισθητική της γλώσσας.  

 

12) Ο κόσμος σήμερα διαβάζει περισσότερο ή όχι; Στη ζωή όλων μας η τεχνολογία έχει μπει για τα καλά. Τι γνώμη έχετε για τα ηλεκτρονικά βιβλία, συμφωνείτε με την ύπαρξή τους ή είστε λάτρης του «χαρτιού»;

 

Νομίζω ότι ο κόσμος διαβάζει περισσότερο, αλλά μελετά λιγότερο, γιατί οτιδήποτε γράφεται χάνεται μέσα στον πληθωρισμό της εποχής μας. Άρα είναι δύσκολο να διακρίνεις μέσα σε ένα αναγνωστικό πέρασμα ένα κείμενο  που έχει κάτι ξεχωριστό να σου δώσει. Ένας τρόπος να χάνεται κάτι που αξίζει είναι να πνίγεται από πάρα πολλά που δεν αξίζουν. Όσο για την τεχνολογία, μου έχει λύσει τα χέρια... τη χρησιμοποιώ διαρκώς, αλλά δεν την απολαμβάνω.  Το χαρτί μου δίνει τη δυνατότητα της αφής, άρα της σωματικής επαφής με ένα κείμενο. Η οθόνη δίνει την οπτική επαφή. Είναι ο ενδιάμεσος, δεν αφήνεις τα αποτυπώματά σου σε αυτό που διαβάζεις, άρα δε σου δίνει τη δυνατότητα να το μελετήσεις...

 

13) Πα¬ρα¬τη¬ρού¬με ένα έντονο λυρικό στίγμα (στις περιγραφές, τις παρομοιώσεις κ.τ.λ.) κι έναν πολύ γλαφυρό τρόπο γραφής που κυριολεκτικά «ταξιδεύει» τον αναγνώστη μέσα από τις εικόνες που αποτυπώνονται στο βιβλίο. Η επιλογή αυτή είναι απλά ένα λο¬γο¬τε¬χνι¬κό στοιχείο της γραφής σας ή λειτουργεί και ως διέξοδος; 

 

Είναι και τα δυο. Αγαπώ την τέχνη του λόγου και τη δουλειά που καλείσαι να κάνεις όταν δουλεύεις με λέξεις ξανά και ξανά για να χτίσεις μια πρόταση. Για μένα δεν είναι θέμα επίδειξης της τέχνης, ή της τεχνικής σου, αλλά η αναζήτηση της αισθητικής του λόγου η οποία αποτελεί κατάθεση πρότασης έκφρασης. Ο λόγος που φτιάχτηκε μια γλώσσα είναι επειδή ο άνθρωπος μπορεί να εκφραστεί μέσα από τις άπειρες δυνατότητές της, διαφορετικά θα είχε φτιαχτεί ένας περιορισμένος τυποποιημένος κώδικας... η έκφραση είναι δύναμη και δυνατότητα, ανάγκη και διέξοδος...    

 

14) Ποια είναι κατά τη γνώμη σας, η θέση της λογοτεχνίας σε μια εποχή κρίσης;

 

Η θέση της λογοτεχνίας είναι πάντα η ίδια ανεξάρτητα από την κρίση. Αυτή τη στιγμή αντιλαμβανόμαστε  ως κρίση τη γενικευμένη κατάρρευση που μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια της επιβίωσής μας. Αυτή είναι η προφανής, η ορατή κρίση. Η λογοτεχνία όμως αναζητά και αποκαλύπτει την αόρατη κρίση της κάθε εποχής. Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι να μελετήσει, να αποκαλύψει και τα εκφράσει τα ανομολόγητά μας, δηλαδή τις στιγμές της κρίσης μας. Το ερώτημα είναι: «σε περίοδο που δεν υπάρχει ορατή κρίση, είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε τις αλήθειες μας;» Όταν η λογοτεχνία κατορθώνει να ανοίγει δρόμους σκέψης, έκφρασης και αντίδρασης επιτυγχάνει τα μέγιστα. Κάποιες φορές το καταφέρνει.

 

15) Πιστεύετε πως το καλό βιβλίο θέλει τον χρόνο «ωρίμανσης» στο μυαλό του συγγραφέα ή μπορεί να γραφτεί σε λίγο χρονικό διάστημα αλλά και να γίνει «best seller» επειδή απλώς είχε από πίσω του καλό marketing; 

 

Δε γνωρίζω τι είναι best seller και πώς φτιάχνεται αυτό, σίγουρα κάποιοι άλλοι που δουλεύουν με αυτό το είδος, είτε συγγραφικά είτε εκδοτικά το γνωρίζουν. Δε θεωρώ καθόλου κακό να αγοράζεται και να διαβάζεται ένα καλό βιβλίο. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά κείμενα που δεν έχουν γίνει best sellers και αυτό δε μείωσε καθόλου την αξία τους. Επίσης δε γνωρίζω τι συμβαίνει στο μυαλό ενός συγγραφέα. Μιλώντας μόνο για τον εαυτό μου σας λέω ότι γράφω μόνο σε συνθήκες πυρετού, γράφω γρήγορα γιατί δεν αντέχω άλλο να κουβαλάω ένα βιβλίο στο μυαλό μου... σαν να φεύγει από μέσα μου ανεξέλεγκτα. Βέβαια, είναι πιθανό αφού «βγει» να μη σταματήσω ποτέ να το διορθώνω...  

 

16) Έχετε κάποιο πρότυπο συγγραφέα;

 

Έχω αγαπημένους συγγραφείς, κυρίως θεατρικούς συγγραφείς και μυθιστοριογράφους που τους θεωρώ πρότυπα, αλλά μόνο ως αναγνώστρια. Όταν γράφω ο αγώνας ανάμεσα σε μένα και τον εαυτό μου είναι τόσο σκληρός που δεν εισχωρεί κανένας τρίτος...

 

 

17) Αν σας ζητούσα να κάνετε μια σύντομη αναδρομή στο χρόνο και στις συνθήκες γραφής του βιβλίου, υπάρχουν πράγματα που στερηθήκατε ή θυσιάσατε προκειμένου να έχετε το συγγραφικό αυτό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι είστε και μητέρα, άρα γυναίκα με πολλαπλούς ρόλους;

 

Και στέρησα και στερήθηκα κυρίως στιγμές με τους αγαπημένους μου ανθρώπους που αναγκάστηκαν να υποστούν την απομόνωσή μου... είναι μεγάλη στέρηση το καλοκαίρι απ’ τη ζωή σου...

 

18) Υπάρχει κάτι που ξεχωρίζετε κι αγαπάτε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο σας και γιατί;

 

Αγαπώ πάρα πολλά, αλλά τελικά όλα καταλήγουν σε ένα μια πληρότητα που εισέπραξα ζώντας αυτά που έγραψα: τώρα πια έχω την εμπειρία της Ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα νιώθω ότι αξιώθηκα να ζήσω ένα μεγαλείο ψυχής σε κάποιους ανθρώπους που δεν ήξερα ότι υπάρχει... 

 

19) Σε ποιον θα αφιερώνατε το «Σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς»;

 

Στο κοριτσάκι που μου είπε αυτήν την κουβέντα και που δεν ξέρω τι απέγινε, αλλά και στους σιωπηλούς που φορτώθηκαν το ρόλο να είναι οι αριθμοί μιας χρεοκοπίας... σε αυτούς που δε θα εκφραστούν ποτέ και από κανέναν   

 

20) Τι άλλο να περιμένουμε από εσάς; Ποιο θα είναι το επόμενο συγγραφικό σας βήμα; 

 

Δεν το ξέρω, δεν το σκέφτομαι, το μόνο που θέλω είναι να ξεκουραστώ, όσο γίνεται

 

21) Με ποια ευχή θα θέλατε να κλείσουμε;

 

Να δημιουργήσουμε μέσα μας αντιστάσεις, το αξίζουμε.

Διαβάστηκε 237 φορές

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

NEWSROOM

  1. Τρέχοντα Νέα
  2. Προτάσεις

ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Πιστεύετε ότι οι επόμενες δημοτικές εκλογές, τον Μάιο του 2014, πρέπει να γίνουν με ενιαίο ψηφοδέλτιο χωρίς χρίσματα, για μεγαλύτερη αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας;