Ένα μοναδικό κείμενο του Γέροντος του Προδρόμου, Πορφυρίου, στο οποίο περιγράφει το θαύμα που έκαμε ο Άγιος Αντώνιος ο Βεροιεύς, στον μικρό Θωμά, που έζησε, μεγάλωσε και εκάρη μοναχός με το όνομα Πορφύριος! Ναι, είναι το θαύμα του Αγίου στον ίδιο τον γέροντα! Αξίζει να το διαβάσετε.
"Έφτασε η μέρα του και δεν μπορώ να μην εκφράσω, και με ένα κείμενο, την βαθειά μου ευγνωμοσύνη.
Μία μέρα περπατούσα μέσα στην πόλη μας. με σταματάει ένας σκουπιδιάρης και με λέει: εσύ δεν είσαι που ασχολείσαι με τους αγίους μας; κύτα. Βγάζει από το στήθος του ένα ξύλινο
σταυρουδάκι, ομορφοσκαλισμένο. Ξέρεις από τί είναι; από μουριά. πήρα ένα κλαδί από τον ΑγιαΑντώνη, από την μουριά και τον σκάλισα.
Τώρα τελευταία περνούμε συχνά από την Βαλοπατλιά και σκεφτόμαστε να βάλουμε ένα προσκυνητάρι, γιά να μην ξεχαστεί ο τόπος και τόχουμε κρίμα στον λαιμό μας, όσοι ξέρουμε την θέση. τί είναι εκατό ευρώ; θα τα βρούμε. θα τα μαζέψουμε. αλλά άμα ξεχαστεί ό τόπος όπου πάτησε το βάλι, από το κάρο που κουβάλησε τον άγιο, πόση αμαρτία είναι;
Και ύστερα από αυτές τις δύο μικροϊστορίες, γράφω και το θαύμα.
Από την Κόκοβα, στα Πιέρια, κάπου το Εξήντα, μιά μέρα, κατέβαιναν με τα ποδάρια, μιά μάννα και ένας πατέρας, Νίκος και Περιστέρα, και στα χέρια, μιά ο ένας μιά η άλλη, κρατούσαν φασκιωμένον τον μικρό τους γιό. μελανιασμένο. δεν καταλάβαινες αν είναι άνθρωπος, και δεν πίστευες πως μπορεί αυτό το κομμάτι σάρκα να γίνει άνθρωπος.
Μελάνιαζε συχνά, και έλεγες τώρα θα σβύσει.
Και πριν τρία τέσσερα χρόνια, το πενηνταεφτά, την μέρα που τον βάφτησαν, τΑηΔμήτρη, είχαν χάσει ακόμα έναν Θωμά.
Θωμάδες και οι δυό παπούδες, και από την μάννα κι από τον πατέρα.
Περπατούν, περνούν την γέφυρα. Φτάνουν στην ΑγιαΒαρβάρα. τους σταματάει η μαμή, η μπαμπου Χρυσή. Και ρωτάει πού πάν.
-Στην Βέργια, στον γιατρό, το παιδί.
Άκου,λέει η σοφή και καλόγνωμη γριά. το παιδί να το πας να το ρίξεις στα μάρμαρα στον ΑγιαΑντώνη. άμα θέλει ο Άγιος, στο χαρίζει. άμα θέλει στο παίρνει. τον άντρα σου άστον να το πάει στον γιατρό. Εσύ να το πας στον Άγιο.
Φτάνουν στην Βέργια, στους λαδόμυλους, στο βαθύ το ρέμα. Να το δώσω μιά να γλιτώσω. Πού να ήξερε;!
Φτάνουν στον γιατρό. ύστερα ο άντρας πήγε στα καφενεία. κι αυτή πήρε το παιδί και το έριξε μπροστά στην εικόνα, στα μάρμαρα.
και το παιδί έζησε. αργότερα καλογέρεψε.
Και τώρα γράφει αυτές τις γραμμές, όχι γιά να λάβει δόξα κ έπαινο, άπαγε. αλλά γιά να δώσει δόξα και ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη στον Άγιο, στον σωτήρα. Που τότε τον έσωσε και τώρα τον έφερε στο άγιο Μοναστήρι του.
Ποιός ξέρει αν ήταν καλύτερα ο θάνατος, τότε. Ποιός το ξέρει.
Δόξα τω Θεώ, λοιπόν. Και δόξες πολλές στον ΆγιαΑντώνη μας. Αμήν".