Σάββατο, 01 Φεβρουαρίου 2014 03:15

Η Βέροια της ειρήνης και του πολέμου. Γράφει ἡ Σοφία Πιστοφίδου-Τσόγκα, καθηγήτρια-φιλόλογος

Αναρτήθηκε από τον 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)
Βέροια, πρώτα χρόνια Γερμανικής Κατοχής.   Από αριστερά: Ορέστης Σιδηρόπουλος, Αντώνης Ζυγουλιάνας, Σούλης  Βαρακλής, Γιώργος Χαριλάου, Μέρκος Κούτρας.  Αριστερά ο φούρνος  του Γιάννη Σιδηρόπουλου.  Δεξιά η Παλαιά Μητρόπολη με το σήμα της νίκης  από τους Γερμανούς.  (οι μορφές των εικονιζομένων έχουν αποτυπωθεί,  με αντίστροφη σειρά, και στο εξώφυλλο του βιβλίου). Βέροια, πρώτα χρόνια Γερμανικής Κατοχής. Από αριστερά: Ορέστης Σιδηρόπουλος, Αντώνης Ζυγουλιάνας, Σούλης Βαρακλής, Γιώργος Χαριλάου, Μέρκος Κούτρας. Αριστερά ο φούρνος του Γιάννη Σιδηρόπουλου. Δεξιά η Παλαιά Μητρόπολη με το σήμα της νίκης από τους Γερμανούς. (οι μορφές των εικονιζομένων έχουν αποτυπωθεί, με αντίστροφη σειρά, και στο εξώφυλλο του βιβλίου).

Ἕνα ἐνδιαφέρον βιβλίο, μὲ τίτλο «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ», ἔγραψε καὶ χάρισε στοὺς φίλους τοῦ βιβλίου ὁ ἀξιότιμος κύριος Ὀρέστης Ἰ. Σιδηρόπουλος, ὁ συμπολίτης μας, ὁ πατριώτης μας, ὁ οἰκογενειακὸς φίλος μας, ὁ οἰκογενειακὸς ἐπίσης γιατρός μας, ὁ συμμετέχων στὰ κοινὰ τῆς πόλεώς μας, ὁ ἀναγνωρισμένος φίλος τῶν Γραμμάτων καὶ τοῦ Λόγου, ὁ ἐπιστήμων καὶ λογοτέχνης.

Τὸ βιβλίο, καὶ μόνον ὡς χάρισμα, ὡς δῶρο, εἶναι πολύτιμο ἀσφαλῶς, ἀλλ᾽ ὅμως ἔχει, προσέτι, ἀνεκτίμητη ἀξία καὶ ὡς περιεχόμενο, καὶ ἔχει ἀνυπολόγιστη ἀξία ὡς κόπος καὶ χρόνος καὶ αἰσθήματα, ποὺ ἀπαιτήθηκαν, ἀλλὰ καὶ προσφέρθηκαν «ἀφειδώλευτα» γιὰ τὴν συγγραφὴ καὶ ἔκδοσή του.

 

«Μεταμόρφωση Κιλκίς 1930. Γεννήθηκα την επομένη του Σταυρού.»

Τὸ βιογραφικὸ τοῦ συγγραφέως εἶναι πλουσιώτατο, ἡ παρουσίασή του ὅμως ταπεινοφρόνως συντομώτατη.  Ὡστόσο ἀποδίδει σαφέστατα ὅσα πρέπει.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου «ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» συνοδεύεται μὲ ὑπογράμμιση, ὡς ὑπότιτλο περίπου, «1935-1955», χρονικὴ ἑνότητα, ποὺ ἀγκαλιάζει μιὰ εἰκοσαετία, ἡ ὁποία συμπίπτει, περίπου, μὲ τὰ πρῶτα εἴκοσι χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ συγγραφέως, διάστημα μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ὁ κ. Σιδηρόπουλος καὶ «ὁδοιπορεῖ» ἀνάμεσα σὲ συμβάντα, βιώματα, γεγονότα, περιστατικά, στιγμιότυπα, ἀναμνήσεις, καὶ «ξεναγεῖ» τοὺς ἀναγνῶστες του στὶς 388 «γοητευτικὲς» σελίδες τοῦ βιβλίου του.

 

   «Το 1935 αγοράσαμε το σπίτι της οδού Σοφού 11.»

Στὸ ἐξώφυλλο, ἕνα κομμάτι τῆς παλαιᾶς Βέροιας, γραφικό, νοσταλγικό, μὰ ἰδιαίτερα μελαγχολικό, μὲ γλυκὰ χρώματα ζωγραφισμένο, ἀνοίγει πρόθυμο τὸν δρόμο, «Κεντρικῆς», πρὸς τὰ ἐνδότερα τῆς γειτονιᾶς καὶ τοῦ βιβλίου.

Ὁ Γεροπλάτανος, Μνημεῖο Μνήμης, ζεῖ ἀκόμη ἔστω καὶ καταρρυτιδιασμένος ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, ἑφτὰ ἴσως, μὲ κούφιο κορμὶ ἀπὸ τὴν κακοπάθεια τῶν γηρατειῶν.

Γνωρίζει ὅτι ὀφείλει νὰ στέκεται ἐκεῖ, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζει ἄφωνος ἀλλὰ ὰψευδὴς μάρτυρας, τὸν θάνατο τοῦ σεπτοῦ ἱεράρχου τῆς πόλεώς μας, τοῦ Δεσπότου μάρτυρος Ἀρσενίου, τοῦ ὁποίου κρέμασαν στὸν πλάτανο τό, ἀποκεφαλισμένο ἀπὸ τοὺς ἴδιους, κορμὶ οἱ «βαρβαρώτατοι» στὴν ψυχὴ καὶ τὰ ἔργα κατακτητὲς Τοῦρκοι.

Μιὰ πλάκα ἀφιερωματική, κάπου ἀνάμεσα στὸν κορμὸ καὶ στὰ γέρικα κλαδιά, ψελλίζει λίγα λόγια γιὰ μιὰ θυσία, ψιθυριστὰ λόγια, σκυφτά, ταπεινά, φοβισμένα, γιὰ ἕναν ἄφοβο ἱεράρχη.

Ἐνῶ, ἀπέναντι ἀκριβῶς, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δρόμου, δεσπόζει τὸ ἰταμό, ἀλαζονικό, κραυγαλέο ἀνάστημα τοῦ συμβόλου τῶν πεντακοσίων χρόνων φριχτῆς σκλαβιᾶς.

Μετὰ ἑκατὸν ἔτη ἐλευθερίας ἐξακολουθεῖ νὰ καταπιέζει τὴν Ἱερὰ Παλαιὰ Μητρόπολη τῆς ἔνδοξης πόλεώς μας.

Πονετικὰ τὴν παρηγοροῦν, ἀγγίζοντάς την, τὰ ἀδύναμα ἀλλὰ προστατευτικὰ κλαδιὰ τοῦ τιμημένου Πλάτανου.

Ἡ ζωγραφιὰ τοῦ ἐξωφύλλου συμπληρώνεται μὲ σπίτια τῆς παλαιᾶς Βέροιας, ρυθμοῦ ζεστοῦ καὶ τρυφεροῦ, διώροφα, μὲ σαχνισιὰ καὶ ὀμορφοδουλεμένες κεραμοσκεπές, μὲ παράθυρα κομψὰ πρὸς τὸν δρόμο, «Κεντρικῆς», σπίτια ὡστόσο ἔρημα, κατάκλειστα, λησμονημένα, τὰ πιὸ πολλά, ποὺ σιγομουρμουρίζουν, ντροπαλά, κάτι γιὰ περασμένες δόξες καὶ μοναδικὴ ἀρχιτεκτονικὴ ὀμορφιά, γερασμένη σήμερα ὅμως.

 

  «Το μακρόστενο χαγιάτι με την μεγάλη απλοχωριά και κάποιες άλλες οικοδομικές αρετές, το καθιστούσαν αξιόλογο, και αποτελούσε σημείο αναφοράς στην ανάδειξη της μακεδονικής αρχιτεκτονικής.

     Αυτή πάνω-κάτω ήταν η οδός Σοφού, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος. Με 12 σπίτια, στις αυλές των οποίων 16 οικογένειες μεγάλωναν 55 παιδιά. Τα περισσότερα αγόρια.»

 

Στὸ κάτω μέρος τοῦ ἐξωφύλλου, ἡ συμπαθητικὴ ὁμάδα τῶν μικρῶν Γυμνασιόπαιδων, σὲ φωτογραφία, καλωσορίζει τοὺς ἀναγνῶστες στὴν εἰκοσαετία «1935-1955», ὑποσχόμενη παιδικὲς «σκανταλιὲς» ὅσο καὶ νεανικὲς «ἀποκοτιὲς» καὶ «κατορθώματα», στὶς ἀντίστοιχες σελίδες τοῦ βιβλίου.

Συγκινεῖ, στὴν μέσα σελίδα, ἡ ἀφιέρωση, ἰδιόχειρη, σεμνή, λιτή, ὅπως ταιριάζει στὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου καὶ στὴν ἀνάμνηση ἀγαπημένου προσώπου.

 

 

 

 

Πλούσια συλλογὴ φωτογραφιῶν διανθίζει τὸ κείμενο, προσθέτοντας καὶ τὴν γοητεία τοῦ νὰ ἀναγνωρισθοῦν τὰ πρόσωπα, τὰ εἰκονιζόμενα σὲ κάποιο χῶρο, σὲ κάποια χρονιά, στοιχεῖα μακρινὰ καὶ δυσκολοδιάκριτα πιά, ὡστόσο πολὺ ἐνδιαφέροντα.

Τὸ θέμα τῆς συγγραφῆς παρουσιάζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀφηγήσεως «μυθιστορηματικό», θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσει, ἀπὸ τὶς «συντεταγμένες» ποὺ δίνει ὁ λογοτέχνης.

Ἡ «περιπετειώδης» διαδρομὴ μιᾶς προσφυγικῆς Ποντιακῆς, παραδοσιακῆς Ἑλληνικῆς Χριστιανικῆς οἰκογένειας, μὲ τὸν πανίσχυρο δεσμό της, τὶς ὑψηλὲς ἀρχὲς καὶ τοὺς ἀπαράβατους κανόνες λειτουργίας της, ὅπως τὴν βλέπουν τὰ παιδικὰ καί, κατόπιν, νεανικὰ μάτια ἑνὸς μέλους της, εἶναι ὁ θεματικὸς «πυρήνας» τοῦ βιβλίου, ὥστε αὐτὸ μπορεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ αὐτοβιογραφικό τῆς οἰκογένειας.

 

   «Το καλοκαίρι, στην αυλή μεταφερόταν η θαλπωρή του σπιτιού.  Εκεί το πρωινό μας, εκεί το γεύμα, εκεί και το δείπνο.  Εκεί η κουζίνα, εκεί και ο ύπνος.  Στρώματα κατάχαμα, πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο και ομαδικός ύπνος με τις παιδικές σκανταλιές και τις ατέλειωτες αναφορές στα γεγονότα της ημέρας που πέρασε.»

 

Γύρω του πλέκονται κυκλικὰ καὶ ἐμπλέκονται μεταξύ τους σὲ σχέσεις ποικίλες, πραγματικὲς ὅλες, πρόσωπα πολλά, μὲ τάσεις φυγόκεντρες ἢ κεντρομόλες, πάνω στὴν χρονικὴ περιφέρεια τῆς δηλωμένης εἰκοσαετίας «1935-1955», τὴν μεστὴ ἀπὸ γεγονότα προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέως καὶ τῆς πατρικῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πρόσωπα καὶ καταστάσεις τῆς τοπικῆς νεώτερης ἱστορίας, κυρίως.

Μὲ κέντρο τὴν ἐπαγγελματικὴ στέγη τῆς οἰκογένειας, τὸν φοῦρνο, καὶ μὲ βάση τὴν πατρικὴ στέγη σ᾽ ἕνα στενὸ -Λέοντος Σοφοῦ- τῆς Βέροιας, ὁ ἀφηγητὴς συγγραφεὺς παρέχει πλῆθος πληροφορίες γιὰ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις ζωῆς μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν πλουσιώτατη χρονικὴ περίοδο.

Ἐλπιδοφόρες ξαστεριὲς εἰρήνης ποὺ χαροποιοῦν τὴν λιγοστὴ ζωή, μὰ καὶ ἁρματωσιὲς πολέμου, δυστυχῶς, Παγκοσμίου καὶ «ἀδελφοκτόνου» ἐμφυλίου, «ὀκρυόεντος» δακρύβρεχτου, προσωπικὰ ὀφέλη ἀνυποχώρητα, μίση καὶ ἔχθρες καὶ φανατισμοὶ καὶ προδοσίες, δυσβάσταχτα ψυχικὰ βάρη, πάθη φοβερά, ὁμολογημένα καὶ ἀνομολόγητα, ῥοβολοῦν ἀκάθεκτα πρὸς τὴν κοίτη τῆς τοπικῆς ἱστορίας.

 

 «Τους είχαν μεταφέρει στο νεκροταφείο με το απορριμματοφόρο της δημαρχίας και τους έθαψαν χωρίς μια νεκρώσιμη ψαλμωδία.  Για την ταφή του Αριστοτέλη και των άλλων, δεν μερίμνησε κανείς Δήμαρχος.  Ένα τρισάγιο μόνο επέτρεψαν να τελεστεί αργότερα, κι αυτό κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των οργάνων της Ασφάλειας.

  Είχε πάει να ζητήσει το σώμα του η μητέρα μας.  Ο Στρατηγός Βαρδουλάκης δεν κάμφθηκε από τις ικεσίες και τους θρήνους μιας μητέρας.  Έδωσε μάλιστα εντολή να την χτυπήσουν με το βούρδουλα …»

 

Ἐναλλάσσονται μὲ τὴν ἀλληλεγγύη, τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία, τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἐργατικότητα, τὴν θυσιαστικὴ ὑπὲρ Πατρίδος προσπάθεια, τὸν οἰκογενειακὸ σύνδεσμο, τὴν κοινωνική, τῆς γειτονιᾶς ἔστω, εἰρήνη, τὰ τρυφερὰ αἰσθήματα καὶ τὴν ἀνεμελιὰ τῶν νέων, τὴν χαρὰ τῆς ψυχαγωγίας, ὅπου καὶ ἂν φωλιάζει, τὴν ἐντονη ἀναζήτηση πολιτισμοῦ μέσα ἀπὸ τὰ Γράμματα καὶ τὴν Καλλιτεχνία.

 

  «Μια τζιρνικιά, μια μπερικετιά και μια φιλάσθενη κληματαριά, προσέφεραν δροσιά στην αυλή με τον ίσκιο τους.  Στη ρίζα της τζιρνικιάς ήταν η βρύση μας, στην οποία είχανε πρόσβαση οι γειτόνισσες με το γκιούμι τους για να πάρουν νερό … … Οι γείτονες κουράζονταν να κουβαλήσουν το νερό από την απομακρυσμένη δημοτική βρύση, … τις δημοτικές βρύσες, που κι αυτές ήταν ελάχιστες σε κάθε γειτονιά.»

 

Μὲ ἐφόδιο ἀπαράμιλλο τὴν ἀλήθεια, ὄχι τὴν «ἐμπαθῆ», ἀλλὰ τὴν ἁπλῆ, ποὺ ξεπηδᾶ μέσα ἀπὸ μνῆμες, συλλογικὲς πολλὲς φορές, παρουσιάζει ὁ συγγραφεὺς πραγματικὰ γεγονότα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκκινοῦν ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη οἰκογένεια, τὴν πατρική του, ὅμως ἀντικατοπτρίζουν κάθε σχεδὸν ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἀντίστοιχου κοινωνικοῦ χώρου.

Μὲ εὐγένεια καὶ ἀνθρωπιά, ποὺ πηγάζουν βαθειά, ἀπὸ προσεγμένη οἰκογενειακὴ ἀγωγή, ἀλλὰ καὶ ἐνσυνείδητη, ἐπιμελημένη καλλιέργεια τοῦ ἰδίου, ὁ λογοτέχνης προχωρεῖ, μὲ γοργὸ μάλιστα ρυθμό, χωρὶς «ἀνιαρὲς» καθυστερήσεις, ἢ «βαρύγδουπες» ἀναλύσεις, στὴν ἀφήγηση ὅσων ἔχει νὰ παρουσιάσει, μὲ ἄμεσο καὶ ζωηρὸ τρόπο.

Τὸ συναίσθημα καθορίζει, κυρίως, ἐνισχύοντας τὴν λογική, ποιὰ στοιχεῖα ἀξίζει νὰ τονίζονται, ὥστε ἀπ᾽ αὐτὰ νὰ ἀπορρέει πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἐνδυνάμωση, ὅπως καὶ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση.

Ἡ πειστικότητα τοῦ συγγραφέως «ἐξασφαλίζει» τὴν ἀποδοχὴ στὸ ἔμπρακτο «κήρυγμα» τῆς ἀγάπης στὸν πλησίον, τῆς φιλαλληλίας, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς φιλοξενίας, τῆς φιλοπατρίας, ἀρετὲς ὅλες ἀδιαμφισβήτητες τῆς μοναδικῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς.  

 

  «… για να αγοράσουν ψωμιά, τα οποία θα προσέφεραν δωρεάν στους διερχόμενους στρατιώτες.  Όταν ο πατέρας μας πληροφορήθηκε το σκοπό τους, έθεσε στη διάθεσή τους όση ποσότητα ψωμιού μπορούσαν να κουβαλήσουν τα δεκατετράχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά, προσφορά δική του “γι’ αυτούς που υπερασπίστηκαν τα σύνορά μας”, όπως είπε.  

Και τα παιδιά αυτά, έπιασαν τα σταυροδρόμια και μοίραζαν ψωμί, με μόνο αντάλλαγμα την εθνική τους υπερηφάνεια.»

 

Καὶ τότε, ἡ καλωσύνη, ὁ ἡρωϊσμός, ἡ συμπάθεια, ὁ πατριωτισμός, ἡ αὐτοθυσία, ἡ ἀδελφοσύνη καὶ ἡ «πεντακάθαρη» ἀγάπη, ὁδηγοῦν τὰ πρόσωπα τῆς συγγραφῆς σὲ συνεργασία, ὥστε μέσα ἀπὸ τὶς ποικίλες περιπέτειες, ὅλες πραγματικές, ποὺ τὰ ἐμπλέκουν στὶς πτυχές τους, νὰ καταλήγουν μὲ φυσικότητα στὴν συμφιλίωση, στὸ πλησίασμα τῆς εἰρήνης, στὴν καταδίκη τοῦ μίσους καὶ τῶν παθῶν, σὲ ὅλα τὰ πεδία, πόλεμο, κοινωνία, οἰκογένεια, σχολεῖο, γειτονιά.

Καὶ ἀκριβῶς αὐτά, ἀποτελοῦν Κύρια Ἰδέα καὶ μηνύματα τῆς συγγραφῆς, ποὺ στέλνονται, καὶ λαμβάνονται, καὶ μακάρι νὰ ἀποκωδικοποιοῦνται καὶ σωστά.

Τὰ πρόσωπα παρουσιάζονται «φωτογραφικά», ὅπως εἶναι, ἁπλοὶ καὶ καθημερινοὶ γνωστοί μας, καὶ «κερδίζουν» τὴν φιλικότητα ἢ την ἀντιπάθεια ἄμεσα, χωρὶς ἰδιαίτερη «χειραγώγηση» ἀπὸ τὸν συγγραφέα, μὲ μόνον τὴν λιτή, ἀπέριττη, εὔστοχη ὅμως περιγραφή τους.

 

  «Ο μπάρμπα Τζάκος ο Εβραίος κάθε άλλο παρά το φόβητρο της γειτονιάς αποτελούσε.  Ειδικά στα παιδιά, που ήταν και η συνηθέστερη πελατεία του, ήταν ιδιαίτερα φιλικός.  Το ίδιο και τώρα, με ήρεμη φωνή, ζήτησε να του αποκαλύψω με ποιον τρόπο δημιουργήσαμε το άνοιγμα.  Έπειτα, γέμισε μια μικρή χάρτινη σακούλα με στραγάλια και μου την έδωσε λέγοντας:  “Να δώσεις και στους φίλους σου.  Όμως αυτό που κάνατε να μην το ξανακάνετε.  Ποτέ και πουθενά, γιατί θα βρεθείτε στη φυλακή και δεν θα είναι ο τσιφούτης ο Τζάκος να σας υποστηρίξει”.»

 

Ὁ λόγος, σύντομος, εὔληπτος, γλαφυρός, ἐκφραστικός, πηγαῖος καὶ «αὐθόρμητος», εὐθὺς καὶ περιεκτικός, μὲ μέτρο, κατὰ τὸν Ἑλληνικὸ κανόνα «μέτρον ἄριστον», μὲ μιὰ ἔμφυτη, χαριτωμένη ἀλαφράδα, ὅπου ταιριάζει, ὁδηγεῖ τὴν ἀφήγηση ὁμαλὰ πρὸς ἐνδιαφέροντα ὕψη ἢ καὶ «καταδύσεις» στὰ ἐνδότερα τῆς ψυχῆς.  

Οἱ λέξεις μὲ τὸ ἐννοιολογικὸ βάθος καὶ πλάτος τους, συνοδευόμενες ἀπό «ἤρεμο ὕφος», δημιουργοῦν γύρω τους, ὡς πυρῆνες, ἕναν κύκλο ἐνδιαφερόντων στοιχείων, καὶ παράγουν καὶ συνθέτουν καὶ προσφέρουν ἕναν κόσμο εἰκόνων καὶ αἰσθημάτων γνώριμο καὶ συμπαθητικό, ἀποτέλεσμα «ἔμπειρης» «ἐπεξεργασίας» τῆς «πρώτης ὕλης».  Αὐτὸ καὶ θεωρεῖται ὅτι εἶναι τὸ χάρισμα τοῦ Λογοτέχνη.

 

   «… ο Πόντιος πραματευτής, στην αυλή δεχότανε τις πελάτισσές του.  Μιλούσε πάντα τη γλώσσα της μακρινής Πατρίδας του, τα ποντιακά, κι εγώ του απαντούσα στην ίδια γλώσσα.  Στο σπίτι μας μέσα οι γονείς μας μιλούσαν μόνο ποντιακά, οπότε τα ξέραμε κι εμείς. …

       Χασέδες, μαντήλια, ζωστήρες, τραπεζομάντηλα, τσιλέδες, καρούλια, μασούρια, βελόνες, δαχτυλήθρες, χτένες, τσιμπιδάκια και αναρίθμητα άλλα είδη χρήσιμα για το νοικοκυριό της εποχής εκείνης είχε ο μπόγος του.  Ο γιος του ο Κυριάκος, που τον είχε πάντα μαζί του, κρατούσε το καλάθι για τα αυγά, συνηθισμένο τότε μέσο συναλλαγής.»

 

Βασικὸς «πρωταγωνιστὴς» καὶ συμπαθής, τῆς συγγραφῆς εἶναι τὸ ποτάμι μας Τριπόταμος, ἡ Μπαρμπούτα, ποὺ διασχίζει τὴν πόλη ἀπὸ τὴν μιὰν ἄκρη της «τοὺς Στρατῶνες» ἕως τὴν ἄλλη, «τὸ Μουαρίφ».

Κυλᾶ τὰ νερά του μέσα στὴν ὁρισμένη εἰκοσαετία τοῦ βιβλίου, ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, καὶ μετά, μέχρι σήμερα, πότε μεγαλόπρεπος, ἀπλησίαστος, πότε χαριτωμένα ἥμερος, καμαρώνοντας μέ τά γεφύρια του καὶ τὰ περάσματά του, καὶ ἄλλοτε πάλιν θηρίο ἀνήμερο, ἀλλοίμονο!, δράκοντας τρισμέγιστος, ποὺ πλημμυρίζει καὶ καταστρέφει.

 

     «… το σκηνικό της πλημμύρας που συνέβη στις 9 Δεκεμβρίου του 1935. … Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμη και η κοίτη του ποταμού, ορατή ανέκαθεν από το σπίτι μας άλλαξε όψη.  Το νερό θολό, αγριεμένο, κυλούσε με ορμή.  Και πάνω στην επιφάνειά του, που διαρκώς ανέβαινε, έπλεαν κορμοί δέντρων, παρόμοιοι με αμέριμνους, αλλά βιαστικούς ταξιδευτές.  Και λίγο αργότερα, εκείνοι που μπορούσανε να ιδούν μακρύτερα, έφεραν την είδηση:  “Το ποτάμι σκέπασε τη γέφυρα!”.  Και ήταν η γέφυρα πολύ ψηλή. … Η πραγματικότητα όμως ήταν αυτή:  η γέφυρα είχε εξαφανιστεί κάτω από τα θολά νερά.»

 

Ἀπὸ τὶς πηγές του καὶ ὣς τὶς ἐκβολές του, παραχώρησε τὶς ὄχθες του, ἐπὶ χιλιετηρίδες, σὲ ποικίλες δραστηριότητες, τῶν παιδιῶν, τῶν νέων, τῶν μεγάλων, τῶν ντόπιων καὶ τῶν ξένων, τῶν ἄμαχων καὶ τῶν ἁρματωμένων, τῶν  ἀθώων καὶ τῶν μή, μάρτυρας «αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος» ἀμετακίνητος, ἀκόμη!

 

   «Επικίνδυνο ήταν και το ανέβασμά μας στον τεράστιο βράχο, όπου φτάναμε περνώντας μέσα από το ατέλειωτο λαγούμι του παρόχθιου πέτρινου τοίχου.  Ο απόκρημνος αυτός βράχος, δύσβατος από όλες τις μεριές, αποτελούσε το προσωπικό μας στοίχημα.»

 

Δῶθε καὶ πέρα ἀπὸ τὶς ὄχθες του, γειτονιὲς καὶ στενάκια, γεφύρια καὶ μυστικὰ περάσματα, ἀλάνες, χωράφια καὶ βοσκοτόπια, ῥεῖθρα καὶ μπουντουβάγιες, καταπακτὲς καὶ κρυψῶνες καὶ κόγχες καὶ λαγούμια, προσκυνήματα καὶ σεπτὲς ἐκκλησίες χτισμένες μέσα στὶς προστατευτικὲς ἀγκαλιὲς τῶν πυκνοδομημένων παλαιῶν σπιτιῶν, ἀποκτοῦν μὲ τὴν γραφίδα τοῦ λογοτέχνη, ζωὴ καὶ κίνηση καὶ φῶς, πάνω στὴν ὀθόνη τῆς Μνήμης, καὶ ξαναστήνεται μιὰ παρελθοῦσα ζωή, σὰν νὰ μὴν πέρασε ἤδη στὴν Ἱστορία.

Καὶ ἀκούγεται τὸ βουητὸ τῶν νερῶν, καὶ οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ παίζουν ἀνέμελα στὰ βραχάκια τῆς ὄχθης, καὶ τὰ γέλια τῶν ἀγοριῶν καὶ τὰ «πλατσουλίσματα» στὸ Λιανοβρόχι.

 

  «Ξεκινώντας από την οδό Σοφού και διαβαίνοντας την γέφυρα Καραχμέτ, θα μπορούσαμε να φτάσουμε και με κλειστά μάτια στο Λιανοβρόχι, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή.  Καραχμέτ, οδός Θράκης και Μικράς Ασίας και έπειτα ο ανώνυμος την εποχή εκείνη δρόμος μέσα από τα εβραίϊκα μνήματα και από τ’ αμπέλια που ακολουθούσαν.  Κατόπιν, νά σου το ποταμάκι με το ζεστό νερό και με τις θεραπευτικές ιδιότητες. …

  Το Λιανοβρόχι όμως δεν ήταν μόνο τόπος για καλύμπι.  Είχαμε επισημάνει μια πλαγιά η οποία, παρά την κατωφέρειά της προσφερόταν για ποδόσφαιρο.  Στην πλαγιά αυτή πηγαίναμε και κάναμε το παιχνίδι μας.»

 

Στὶς ἀνηφορίτσες τῆς «Βολῆς» στὸν Προφήτη Ἠλία καὶ στοῦ «Βικέλα» ἑτοιμάζονται μυστικές! «ἐπιχειρήσεις», παιδικές. Καὶ σὲ λίγο ἀκούγονται οἱ φωνὲς ποὺ οἱ μικροὶ «σπουργίτες» σκορπίζουν χαρούμενοι «τσιμπολογώντας» τὰ σταφύλια καὶ τὰ σῦκα καὶ τὰ ρόδια.

 

   «Τραβήξαμε για το Κεμάλ μπέη, ευθεία στο σπίτι του θείου Νικόλα.  Δεν βρήκαμε κανέναν εκεί.  Τα κατατόπια εμείς τα γνωρίζαμε.  Κόψαμε από μια μεγάλη φέτα ψωμί, πασπαλίσαμε ζάχαρη και λίγο καφέ και μασουλώντας κινήσαμε για το ποτάμι.  Πριν φύγουμε προμηθευτήκαμε από το δέντρο της αυλής δυο κυδώνια, που θα αποτελούσαν το επιδόρπιό μας. …

  Η μεγάλη αυλή του σπιτιού τους ήταν ο παράδεισος του παιχνιδιού μας. … Εκεί μπορούσες να βρεις φρούτα της εποχής.  Τα μούρα στην αρχή του καλοκαιριού.  Μαύρα μεγάλα μούρα και άσπρα μικρότερα.  Αργότερα τα σουλτανί σταφύλια σε μια κληματαριά-κρεβάτι, τα σύκα εκεί στο ντουβάρι προς το δρόμο, τα ρόδια, τα μήλα, τα κυδώνια.»

 

Στὰ Σχολεῖα «ζουζουνίζει» ὁ μαθητόκοσμος, ἀπείθαρχος, ζωηρός, ἄτακτος, χαριτωμένα τυραννικὸς για τους Διδασκάλους, τὴν «κορυφὴ» αὐτὴν τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀντοχῆς.

 

Γεμίζουν τὴν ψυχὴ εὐφροσύνη τὰ κοριτσίστικα γελάκια στὶς αυλὲς τὶς ἀνθισμένες τῶν, παλαιῶν σήμερα, ὡραίων σπιτιῶν, καὶ οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ παίζουν ξένοιαστα κάτω ἀπὸ τὶς δροσερὲς κρεββατίνες τῶν παιδιῶν τῆς Παναγίας Δεξιᾶς.

 

   «Στο υπόγειό μας παίζαμε και τον Καραγκιόζη μας.  Ένα σεντόνι στην είσοδο, ένα λυχνάρι, κι εμείς με τις φιγούρες από μέσα.  Κι έξω στην αυλή, καθισμένη στους πάγκους η τσακαλαρία της γειτονιάς:  “Χατζατζάρη, σε έχω τραπέζι απόψε!  Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε”.  Και δος ‘του χοροπηδήματα εμείς από μέσα.  Και δος ‘του γέλια ξεκαρδιστικά η τσακαλαρία από έξω!  

 Αμέριμνα χρόνια, χρόνια φτώχιας, χρόνια σκλαβιάς, νόστιμα χρόνια εν τούτοις.»

 Καὶ πρὸς τὴν πόλη, ἐντονώτερα ἀκούγονται οἱ παραγγελίες στὰ καφενεδάκια, οἱ θόρυβοι στὰ ἐργαστήρια, ἡ κίνηση στοὺς φούρνους καὶ τὰ μαγαζιά, τὰ μικρομαλώματα ἀνάμεσα σὲ μικρεμπόρους, οἱ διαφωνίες πάνω στὸ κλείσιμο συμφωνιῶν.

Καὶ ὡς ἐπιστέγασμα, «ξεχύνονται» ἀπὸ κάποια γειτονίτσα, φεῦ!, «τσιρίδες» μανάδων, οἱ οποῖες κουρασμένες ἀπὸ τὴν ὁλοήμερη φροντίδα τοῦ νοικοκυριοῦ καὶ τῶν πολλῶν παιδιῶν τους, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὰ μπανιάρουν τὸ Σάββατο, ἀκόμη καὶ μὲ τὴ βία!

Στὸ Κέντρο, κινεῖται ὁ κόσμος, στὰ Γραφεῖα, στὰ Ἰατρεῖα, στὰ μαγαζιὰ «μόδας», ἄλλοι ἀνέμελοι καὶ ἄνετοι, ἄλλοι -οἱ φτωχοί- «μαζεμένοι» καὶ βιαστικοί, δὲν περισσεύει ὥρα γιὰ «χάζεμα».

Στὶς κρῆνες, οἱ νεαρὲς καὶ οἱ «κουτσομπόλες» ἔχουν στήσει τὸ «στρατηγεῖο» τους καὶ ἑτοιμάζουν τὶς ἀνακοινώσεις τους, μὲ τὰ νέα τῆς ἐνορίας τους ἢ καὶ τῆς πόλεως.

Στὴν ἀντικρινὴ πλατεῖα, σὲ συγκέντρωση, ἡ τοπικὴ κοινωνία στέκεται ἄφοβη, ἐμπιστευμένη στὴν δύναμή της, καὶ διαφεντεύει τὰ ἀπαρασάλευτα δίκαια τῶν μελῶν της, μὲ παραδειγματικὴ ἐπιμονή.

Ἀνάμεσά τους, εὐθυτενὴς ἴσταται ἡ Ἀξιοπρέπεια, σοβαρή, αὐστηρή, μεγαλόπρεπη, ἀπολύτως σεβαστή, καὶ αὐτὴ Ἑλληνικὴ ἀξία «ἄϋλη», ἀθάνατη.

Μὰ, φορὲς φορὲς στὸ μούχρωμα καὶ στὴν σκοτεινιὰ ἀκούγεται πάνω στὰ «καλντερίμια» ὁ ἄγριος ἀντίλαλος ἀπὸ τὸν μακρινό, «τρεχάτο» βηματισμὸ τῶν ἐχθρῶν -ξένων- γιατὶ πάντα ἔχουμε καὶ τέτοιους διάφορους - καὶ τῶν «ἀδελφῶν» δυστυχῶς!, ποὺ προσπαθοῦν, ὁ καθένας γιὰ τοὺς ἀπάνθρωπους λόγους του, νὰ ἐκφοβίσουν, νὰ ὑποτάξουν, νὰ ἐκμεταλλευθοῦν, τὸ φιλήσυχο πλῆθος τῶν εἰρηνόφιλων καὶ ὑπομονετικῶν, καρτερικῶν πολιτῶν.

Ἀλλοίμονο, στὸν Ἀδικητή, αὐτὸν ποὺ μὲ δόλο καὶ συνειδητὸ μῖσος, μὲ ἀλαζονικὴ ἀσέβεια πρὸς τὴν πολύτιμη μοναδικὴ ζωὴ τῆς Δημιουργίας, ἐκκενώνει τὸν Θάνατο πάνω της.  «εἰργάσατο βόθρον γάρ, ὅν ὀρύξας εἰσπέπτωκε•».  Καὶ μέσα ἐκεῖ, πνίγεται καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ δάκρυα τοῦ Πρίαμου, τῆς Ἑκάβης, τῆς Ἀντιγόνης, κάθε ἐποχῆς.

Μὰ στὸ τέλος, στὴν ἄκρη κάθε Γολγοθᾶ καὶ κάθε Μεγάλης Παρασκευῆς, ὑπάρχει ἡ ζωηφόρος Ἀνάστασις, τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου.

Καὶ ἀκούγονται πάλι στὰ περιβόλια τῆς ΕΛΠΙΔΑΣ οἱ παιδικὲς φωνὲς καὶ τὸ γέλιο καὶ τὸ τραγούδι τῶν νέων.  Ἡ ζωὴ ζητεῖ τὰ δικαιώματά της, καὶ αὐτὰ τὰ συναντᾶ στὴν πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός, ποὺ παραμερίζει τὸ χθεσινὸ λάθος καὶ στήνει νέα θέση.

 

  «Μιλούσαν για την “Πατρίδα”, για τα παρχάρια του Πόντου, για τις εκδρομές και τα πανηγύρια στην Παναγία Σουμελά και αλλού.  Μιλούσαν και μιλούσαν χωρίς τελειωμό.  Και μ’ ένα ήρεμο πάθος, με ένα είδος νοσταλγίας.  Και έπειτα, έπιανε κάποιος και διηγιόταν περιστατικά, αληθινά ή και φαντασίας, που η συχνή τους επανάληψη τα μετέτρεπε σε αληθινά.

 Ώρες και ώρες κρατούσε το παρακάθ’.  Κι εμείς τα παιδιά, συνεπαρμένα από τις γλαφυρές διηγήσεις, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, με τα χέρια μας να κρατάν τα μάγουλά μας, ακούγαμε έως ότου μας έπαιρνε ο ύπνος.»

 

Εὐχαριστοῦμε τὸν συγγραφέα κ. Σιδηρόπουλο γιὰ τὴν δική του γλαφυρὴ διήγηση, γιατὶ μᾶς ταξίδεψε μέσα στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου του, μὲ τὸ κάρο, τὰ τραῖνα, τὸν γαϊδαράκο, τὰ λεωφορεῖα, μὲ αὐτοκίνητα καὶ «μὲ τὰ πόδια», μαζὶ μὲ ὅλο τὸ συμπαθητικὸ πλῆθος ποὺ μᾶς συντρόφεψε μέσα ἀπὸ τὸ γραπτό του, δίνοντας χρῶμα μὲ τὴν φορεσιά του, ἦχο μὲ τὴν λαλιά του καὶ ῥυθμὸ μὲ τὶς ἀσχολίες του.

Ἐντόπιοι Βερροιεῖς, Πρόσφυγες:  Πόντιοι, ἄλλοι Μικρασιᾶτες καὶ Θρακιῶτες•  Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Βερροιεῖς Ἑβραῖοι, ξένοι:  Ἰταλοὶ καὶ Γερμανοί, ἐλεύθεροι καὶ κατακτημένοι, πατριῶτες καὶ προδότες, ἀγωνιστὲς καὶ δειλοί, μεγαλοαστοὶ καὶ φτωχολογιά, ὅλοι συναντῶνται πάνω στὴν μακρά, εἰκοσαετῆ διαδρομὴ τοῦ βιβλίου, κατευθυνόμενος ὁ καθείς τους πρὸς τὸ δικό του, καθωρισμένο ἀπὸ τὸν συγγραφέα τέρμα.

Εὐχαριστοῦμε τὸν κ. Σιδηρόπουλο, ποὺ μᾶς χάρισε τὴν δυνατότητα, διαβάζοντας μόνον!, νὰ διασχίσουμε, «ἄκοπα», περιοχὲς τῆς Ἱστορίας, τῆς Πατριδογνωσίας, τῆς Λαογραφίας, τῆς Ἐθνογραφίας, τῆς Γεωγραφίας, τῶν Ἐπιστημῶν, τοῦ Πολιτισμοῦ, τῶν Γλωσσικῶν, τῶν Κοινωνικῶν τομέων, ὅλα ἀξιολογώτατα καὶ ἀπολύτως ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα, ποὺ ὡς Ἡροδότειες παρεμβολὲς καὶ παρεκβάσεις, συνοδεύουν τὸν κεντρικὸ πυρῆνα τοῦ ἔργου καὶ τὸν πλουτίζουν, καὶ ἀναδεικνύουν τὸ θέμα ἀπὸ κάθε πλευρά.

Συγχαίρουμε τὸν κ. Ὀρέστη Ἰ. Σιδηρόπουλο καὶ εὐχόμεθα στὸν ἴδιο καὶ στὴν ἀξιότιμη οἰκογένειά του κάθε χαρά.

Μὲ τιμὴ καὶ ἀγάπη 

Σοφία Πιστοφίδου-Τσόγκα

Διαβάστηκε 180 φορές

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ

NEWSROOM

  1. Τρέχοντα Νέα
  2. Προτάσεις